- ευρύχωρος
- -η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένοςαρχ.αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρύχωρος — roomy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύχωρος — η, ο αυτός που έχει άνεση χώρου, απλωμένος, άνετος (αντίθ. στενόχωρος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυχωρῆ — εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐρύχωρος roomy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐρύχωρος roomy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρέστερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρεστέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωρεστέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωροτέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωροτέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρές — εὐρύχωρος roomy masc/fem voc sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότατον — εὐρύχωρος roomy masc acc superl sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχώρως — εὐρύχωρος roomy adverbial εὐρύχωρος roomy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)